- πανδακέτης
- παν-δακέτης, ὁ, alles beißend, sehr bissig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδακέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Κάτωνος) αυτός που δαγκώνει όλους ή ο πολύ δηκτικός, δηκτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δακέτης (< θ. δακ , πρβλ. ἔ δακ ον, αόρ. τού δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
πανδακέτην — πανδακέτης biting all masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)